🇬🇷 el en 🇬🇧

άδυτο noun

  • το μέρος του ναού στο οποίο μπορούν να εισέλθουν μόνο οι ιερείς
depth
  • σημείο στο οποίο δεν επιτρέπεται η πρόσβαση παρά μόνο σε λίγους μυημένους
sanctuary

άδυτο

Holy of Holies
Wiktionary Links