🇬🇷 el en 🇬🇧

άι

  /ˈai̯/
  • εκφράζει πόνο (συνήθως με επανάληψη, δύο ή τρεις φορές άι άι!)
argh, ouch, ow
go
Wiktionary Links
  • ελληνικά: άι