🇬🇷 el en 🇬🇧

άκρο noun

  /ˈa.kɾo/
  • ένα από τα τέσσερα ακραία μέλη του σώματος, δηλαδή τα χέρια ή τα πόδια
extremity
  • το τελευταίο σημείο, το έσχατο σημείο
edge, end, extreme
Wiktionary Links