🇬🇷 el en 🇬🇧

άμοιαστος adjective

  • (λαϊκότροπο) που δεν μοιάζει με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο
  • (λαϊκότροπο) που δεν ταιριάζει με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο
different, dissimilar
Wiktionary Links