🇬🇷 el en 🇬🇧

άνετος adjective

  • (για ανθρώπινους χαρακτήρες) που συναναστρέφεται με ευκολία και άνεση με τους γύρω του, που δεν είναι τυπικός
comfortable, cozy
  • (για ρούχα) όχι πολύ στενός ή εφαρμοστός ή επίσημος
easy-going
Wiktionary Links