🇬🇷 el en 🇬🇧

άρνηση noun

denial, negation
  • (λογική) μοναδιαίος τελεστής που μεταβάλει την αληθοτιμή μιάς λογικής πρότασης από 'Αληθής' σε 'Ψευδής' ή από 'Ψευδής' σε 'Αληθής'
negation
Wiktionary Links