🇬🇷 el en 🇬🇧

άρπαγμα noun

  /ˈaɾ.paɣ.ma/
  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αρπάζω
  • (μεταφορικά) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του αρπάζομαι
catching, fight, grasping, scuffle, seizing
Wiktionary Links