🇬🇷 el en 🇬🇧

άρτιος adjective

  • (μαθηματικά) για ακέραιο αριθμό: αυτός που διαιρείται διά του δύο δίχως να αφήνει υπόλοιπο, ζυγός
  • όλοι οι τέλειοι αριθμοί είναι άρτιοι, για παράδειγμα 6, 28, 496
even
  • ακέραιος, ολοκληρωμένος, τέλειος, χωρίς ελλείψεις
complete
Wiktionary Links