🇬🇷 el en 🇬🇧

άρωμα noun

  /ˈa.ɾo.ma/
aroma, flavour
  • παρασκεύασμα με ευχάριστη μυρωδιά, που χρησιμοποιείται από άνδρες και γυναίκες ως καλλυντικό
perfume
Wiktionary Links