🇬🇷 el en 🇬🇧

έκδοση noun

  /ˈek.ðo.si/
  • το σύνολο των αντιτύπων ενός βιβλίου που προέρχονται από την ίδια στοιχειοθεσία.
edition
  • η παράδοση ενός κρατουμένου στις δικαστικές αρχές μιας άλλης χώρας για να δικαστεί.
extradition
  • η σύνταξη, εκτύπωση και παράδοση στον δικαιούχο προσωπικών εγγράφων, π.χ. ταυτότητας, διαβατηρίου
  • (οικονομία) η εκτύπωση και διάθεση στην κυκλοφορία χαρτονομισμάτων
  • Η σύνταξη και ανακοίνωση μιας απόφασης.
issue
  • το σύνολο των ενεργειών που απαιτούνται για την εκτύπωση και τη διάθεση στη κυκλοφορία ενός εντύπου, βιβλίου, περιοδικού ή εφημερίδας.
publication
  • (στον πληθυντικό)) εκδοτικός οίκος
publishing house
  • (πληροφορική) version: παραλλαγή λογισμικού (software) ή υλισμικού (hardware)
version
Wiktionary Links