🇬🇷 el en 🇬🇧

έλασμα noun

  /ˈe.la.zma/
  • (ειδικότερα) τμήμα μετάλλου με πεπλατυσμένη μορφή που του έχουν εφαρμόσει έλαση
sheet
Wiktionary Links