🇬🇷 el en 🇬🇧

έλικα noun

  /ˈe.li.ka/
  • (γεωμετρία) η γραμμή που γράφεται πάνω σε κύλινδρο που γυρίζει και (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε μοιάζει μ' αυτή
helix
Wiktionary Links