🇬🇷 el en 🇬🇧

έμφραγμα noun

  /ˈeɱ.fɾaɣ.ma/
  • (καρδιολογία, ιατρική) νέκρωση ιστού εξαιτίας απόφραξης αρτηρίας από θρόμβωση ή εμβολή
heart attack, myocardial infarction
Wiktionary Links