🇬🇷 el en 🇬🇧

ένδειξη noun

  • η μέτρηση που μας δίνει κάποιο όργανο, συσκευή κ.λπ.
indication, read-out
  • χαρακτηριστική σήμανση σε όργανο, συσκευή κ.λπ. που ρυθμίζει τη λειτουργία του, μας πληροφορεί γι’ αυτή ή μας δίνει διάφορες πληροφορίες
indicator
Wiktionary Links