🇬🇷 el en 🇬🇧

έννοια noun

  /ˈe.ni.a/ , /ˈe.ɲa/
  • αφηρημένη ιδέα, νοητό κατασκεύασμα ή σύνθεση, μονάδα γνώσης που αντιπροσωπεύει στον νου ένα αντικείμενο ή ένα σύνολο αντικειμένων που έχουν κοινές ιδιότητες
concept, notion, sense
Wiktionary Links