🇬🇷 el en 🇬🇧

έξοδος noun

  /ˈe.kso.ðos/
exit, exodus, output, way
  • μαζική μετακίνηση των κατοίκων της πόλης προς την ύπαιθρο που λαμβάνει χώρα στις αργίες, κατά την έναρξη των περιόδων διακοπών ή για λόγους ανωτέρας βίας προκειμένου να προφυλαχθούν από κάποιο μεγάλο επερχόμενο κίνδυνο
sally, sortie

Έξοδος noun

Exodus
Wiktionary Links