🇬🇷 el en 🇬🇧

έχιδνα noun

  • (φίδι) είδος δηλητηριώδους φιδιού
  • (μεταφορικά) επικίνδυνη γυναίκα, ύπουλη, πονηρή, φαρμακόγλωσση
adder, viper
  • (ταξινομία) μέλος του γένους Έχιδνα (Echidna), ωοτόκο θηλαστικό της οικογένειας των Tαχυγλωσσιδών, που μοιάζει με τον σκαντζόχοιρο
adder, viper, echidna

Έχιδνα properNoun

  /ˈe.çi.ðna/
  • ταξινομικός όρος - γένος: → δείτε τη λέξη Echidna που ανήκει στην οικογένεια Ταχυγλωσσίδες
Echidna
Wiktionary Links