🇬🇷 el en 🇬🇧

ίδιος adjective

  /ˈi.ðʝos/
  • όμοιος με κάτι/κάποιον άλλο
same

ίδιος adjective

  /ˈi.ðʝos/
  • (λόγιο) που χαρακτηρίζει με ιδιαίτερο τρόπο ένα άτομο, ανήκει σε αυτό ή προέρχεται από αυτό, δικός, προσωπικός
own
Wiktionary Links