🇬🇷 el en 🇬🇧

ίσα

  • (οικείο) (μεταφορικά) άντε από 'δώ, φύγε (πιθανόν "τράβα ίσα από 'δω και χάσου" ή "πρόσεχε, έλα
equally, straight
Wiktionary Links