🇬🇷 el en 🇬🇧

αίμα noun

  /ˈe.ma/
  • (πληθυντικός) αίματα: μεγάλη ποσότητα αίματος >Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
blood
Wiktionary Links