🇬🇷 el en 🇬🇧

αβάντζα noun

  /aˈvan.d͡za/
  • προκαταβολή μισθού, προπληρωμή έναντι οφειλής μισθού, χρέους ή οικονομικής υποχρέωσης εν γένει
advance
Wiktionary Links