🇬🇷 el en 🇬🇧

αγκαλιά noun

  /aŋ.ɡaˈʎa/
  • (συνεκδοχικά) οτιδήποτε χωράει στην αγκαλιά
armful
  • (μεταφορικά) η στοργή, η τρυφερότητα
embrace
Wiktionary Links