αγορά
noun
/a.ɣoˈɾa/
|
- (χώρος) το μέρος μιας πόλης όπου είναι συγκεντρωμένα εμπορικά καταστήματα
- (χώρος) κτήριο που στεγάζει πολλά εμπορικά καταστήματα
- (έννοια) το σύνολο των ανθρώπων που ασχολούνται με τις αγορές και τις πωλήσεις
|
market
|
- (ενέργεια, πράξη) η απόκτηση ενός αγαθού έναντι κάποιου χρηματικού ποσού ή άλλου τιμήματος, η ενέργεια με την οποία κάποιος γίνεται ιδιοκτήτης υλικού ή πνευματικού αντικειμένου δίνοντας χρήματα ή άλλο οικονομικό αντάλλαγμα
|
purchase
|
- (αρχαιολογία, ιστορία) ο χώρος στο κέντρο μιας πόλης, όπου συγκεντρώνονταν οι πολίτες για να συζητήσουν τα τρέχοντα προβλήματα και να αγοράσουν προϊόντα, συχνά με κεφαλαίο
|
agora
|