🇬🇷 el en 🇬🇧

αγώνας noun

  /aˈɣo.nas/
  • η προσπάθεια
struggle
  • (συνεκδοχικά, συνήθως με κεφαλαίο) το σύνολο των μαχών, ο πόλεμος
  • (στον πληθυντικό) οι αγώνες: οι αθλητικές αναμετρήσεις μεταξύ ομάδων, συλλόγων ή και κρατών, οι οποίες έχουν οργανωθεί μετά από επίσημη ανάθεση σε κάποια πόλη ή κράτος
  • η οργανωμένη αναμέτρηση αθλητών ή ομάδων σε ένα συγκεκριμένο άθλημα
fight, struggle
  • (αθλητισμός)
game, match
Wiktionary Links