🇬🇷 el en 🇬🇧

αδιάκριτος adjective

  /aˈði̯a.kɾi.tos/
  • που επεμβαίνει στην προσωπική ζωή των άλλων, που δεν έχει διακριτικότητα
indiscreet, prying
  • που δεν διακρίνεται, δεν φαίνεται καλά
imperceptible
Wiktionary Links