🇬🇷 el en 🇬🇧

αδιόρθωτος adjective

  /a.ðiˈoɾ.θo.tos/
  • που έχει μια ιδιότητα που δεν εννοεί να την απαρνηθεί
incorrigible, correct, hopeless, uncorrected
  • που δεν έχει ακόμα διορθωθεί
correct, uncorrected
Wiktionary Links