🇬🇷 el en 🇬🇧

αδυνατίζω verb

  • (αμετάβατο) χάνω βάρος και γίνομαι πιο αδύνατος
lose weight
  • (αμετάβατο) γίνομαι λιγότερο ισχυρός, εξασθενώ
weaken
Wiktionary Links