🇬🇷 el en 🇬🇧

αζευγάρωτος adjective

  • (λαϊκότροπο) που δεν έχει (ή δεν μπορεί να) ζευγαρώσει
  • που δεν (μπορεί να) αποτελεί ζευγάρι με κάποιο(ν) άλλο(ν)
  • που δεν έχει (ή δεν μπορεί) να οργωθεί
alone, dissimilar, single, unmatchable, unpaired, unploughed
Wiktionary Links