🇬🇷 el en 🇬🇧

αιμορραγία noun

  /e.mo.ɾaˈʝi.a/
  • (ιατρική) η απώλεια αίματος, εξωτερικά ή εσωτερικά του σώματος, λόγω ρήξης των αιμοφόρων αγγείων, η οποία προκαλείται από τραυματισμό ή άλλες αιτίες
  • (μεταφορικά) η απώλεια ζωτικών πόρων
haemorrhage, hemorrhage, bleeding
Wiktionary Links