🇬🇷 el en 🇬🇧

αισθητικός adjective

  • που αναφέρεται στην ομορφιά και την αισθητική ως κλάδο της φιλοσοφίας
  • σχετικός με την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος
  • (ιατρική) σχετικός με τις αισθήσεις
aesthetic, cosmetic

αισθητικός noun

  • (επάγγελμα) που ασχολείται επαγγελματικά με την ομορφιά και την περιποίηση του ανθρώπινου σώματος, π.χ. των μαλλιών, των νυχιών, του προσώπου
beautician
Wiktionary Links