🇬🇷 el en 🇬🇧

αιτιολογικός adjective

  • αιτιολογική πρόταση: δευτερεύουσα πρόταση που αιτιολογεί αυτό που αναφέρεται σε άλλη πρόταση
bill
etiological
Wiktionary Links