🇬🇷 el en 🇬🇧

αιτούμενος

  /eˈtu.me.nos/
  • που ζητεί κάτι για τον ίδιο, που υποβάλλει αίτηση για κάτι (συνώνυμο: ο αιτών)
applicant, claimant
  • που ζητείται από κάπου με αίτηση, με επίσημο τρόπο
requested
Wiktionary Links