🇬🇷 el en 🇬🇧

ακρίβεια noun

  /aˈkɾi.vi.a/ , /aˈkɾi.vʝa/
  • που είναι χωρίς [ατέλεια|ατέλειες]], χωρίς σφάλμα
precision, accuracy, punctuality

ακρίβεια noun

  /aˈkɾi.vi.a/ , /aˈkɾi.vʝa/
  • η ιδιότητα του «ακριβός»: το να πουλιούνται προϊόντα ή να παρέχονται υπηρεσίες πολύ ακριβά, με μεγάλο κόστος
dearness
Wiktionary Links