🇬🇷 el en 🇬🇧

ακραίος adjective

  /aˈkɾe.os/
  • ο ακριανός, αυτός που βρίσκεται στην άκρη, στα άκρα, στα όρια ενός σχεδίου ή ενός οικοδομικού τετραγώνου
  • που φτάνει στην υπερβολή ή ακρότητα ή (στην πολιτική) φανατισμό
extreme
Wiktionary Links