🇬🇷 el en 🇬🇧

ακριβαίνω verb

  /a.kɾiˈve.no/
  • (αμετάβατο) (στο γ' πρόσωπο, για αντικείμενα) γίνομαι πιο ακριβός
go up
  • (μεταβατικό) κάνω κάτι πιο ακριβό, του ανεβάζω την τιμή
put up
Wiktionary Links