🇬🇷 el en 🇬🇧

ακταιωρός noun

  /a.kte.oˈɾos/
  • (ναυτικός όρος) σκάφος του λιμενικού σώματος ή του πολεμικού ναυτικού που περιπολώντας επιβλέπει και φυλάσσει τις ακτές
patrol boat, vessel
Wiktionary Links