🇬🇷 el en 🇬🇧

ακόλαστος adjective

  /aˈko.la.stos/
  • που ζει μια ζωή γεμάτη ακολασίες, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικού φραγμού και παράδοση στις ηδονές, ιδιαίτερα τις γενετήσιες
debauched, licentious
Wiktionary Links