🇬🇷 el en 🇬🇧

αλεπού noun

  /a.leˈpu/
  • (θηλαστικό ζώο) μικρό θηλαστικό με κοκκινωπή γούνα, που ανήκει στην οικογένεια των Κυνοειδών
fox, vixen
Wiktionary Links