🇬🇷 el en 🇬🇧

αλκοολικός noun

  /al.ko.o.liˈkos/
  • (ουσιαστικοποιημένο) που είναι αλκοολικός
alcoholic

αλκοολικός adjective

  /al.ko.o.liˈkos/
  • (χημεία) ο αναφερόμενος στις αλκοόλες
alcoholic
Wiktionary Links