🇬🇷 el en 🇬🇧

αμβλύς adjective

  /aɱˈvlis/
  • που στην άκρη του είναι κάπως πλατύς κι όχι οξύς ή μυτερός
blunt, dull, obtuse angle
  • που η έντασή του δεν είναι μεγάλη
dull, obtuse, obtuse angle
  • (μεταφορικά) βλάκας, ηλίθιος, αργόστροφος
obtuse angle
Wiktionary Links