🇬🇷 el en 🇬🇧

αμεσότητα noun

  • το να γίνεται κάτι άμεσα, χωρίς την μεσολάβηση ή την παρεμβολή κάποιου
immediacy, immediateness
  • το να γίνεται κάτι άμεσα, στο εγγύς μέλλον
closeness
Wiktionary Links