🇬🇷 el en 🇬🇧

αμετάβλητος adjective

unchanged, unaltered
  • (πληροφορική) για δομή δεδομένων, η οποία δεν μπορεί να τροποποιηθεί (αφού της έχει γίνει ανάθεση τιμής) παρά μόνο αν γίνει αντικατάσταση της τιμής της (overwriting)
immutable
Wiktionary Links