🇬🇷 el en 🇬🇧

αμυδρός adjective

  /a.miˈðɾos/
  • που δεν φαίνεται καθαρά
indistinct, dim, faint
  • πολύ λίγος, πολύ μικρός
faint, dim
  • (κατ’ επέκταση) που έχει λίγη δύναμη ή ένταση
dim, faint
Wiktionary Links