🇬🇷 el en 🇬🇧

ανάδοχος noun

  • (για γονέα, συνήθως στον πληθυντικό) το άτομο στο οποίο έχει δοθεί προσωρινά ή μέχρι την ενηλικίωσή του η αναδοχή ενός παιδιού
foster
Wiktionary Links