🇬🇷 el en 🇬🇧

ανάληψη noun

  • (θρησκεία) η άνοδος στον ουρανό
ascension, withdrawal, assumption
  • η απόσυρση κάποιου χρηματικού ποσού από κατάθεση σε λογαριασμό
  • η αποδοχή της υποχρέωσης
  • η αποδοχή και έναρξη μιας εργασίας η οποία έχει ανατεθεί σε κάποιον
withdrawal

Ανάληψη properNoun

  /aˈna.li.psi/
Analipsi
Wiktionary Links