🇬🇷 el en 🇬🇧

ανάλυση noun

  /aˈna.li.si/
  • η μέθοδος μελέτης ενός αντικειμένου ή προβλήματος χρησιμοποιώντας το διαχωρισμό του σε επιμέρους τμήματα
analysis
  • ο ποσοτικός και ποιοτικός ακριβής προσδιορισμός των συστατικών ενός αντικειμένου
resolution
Wiktionary Links