🇬🇷 el en 🇬🇧

ανάπαυση noun

  /aˈna.paf.si/
  • η συγκρατημένη χαλάρωση της στάσης του σώματος σε στρατιωτική ή μαθητική παράταξη και το σχετικό παράγγελμα (Ανάπαυση!)
at ease, stand easy
  • η ξεκούραση, ο ύπνος ή το διάλειμμα στις υποχρεώσεις
rest
Wiktionary Links