🇬🇷 el en 🇬🇧

αναίρεση noun

  • διπλή αναίρεση (\natural\natural), αναίρεση δίεση (\natural\sharp), αναίρεση ύφεση (\natural\natural): αλλοιώσεις που δεν χρησιμοποιούνται πλέον σήμερα
natural
revocation
Wiktionary Links