🇬🇷 el en 🇬🇧

αναίσθητος adjective

  /aˈne.sθi.tos/
  • (μεταφορικά) που δεν τρέφει αισθήματα, που δε συγκινείται, που δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες άλλων ατόμων ή και σε τυχόν συναισθηματική προσβολή του ίδιου
insensitive, unfeeling, unconscious, insensible
  • που χάνει τις αισθήσεις του από χτύπημα ή ασθένεια ή λήψη φαρμάκων που προκαλούν καταστολή ή νάρκωση
unconscious
Wiktionary Links