🇬🇷 el en 🇬🇧

αναβάτης noun

  /a.naˈva.tis/
  • αυτός που ανεβαίνει ή αυτός που έχει ανέβει κάπου
climber
  • αυτός που καβαλικεύει άλογο, που ιππεύει
rider
Wiktionary Links